- υποστολη
- ὑποστολήὑπο-στολήἥ1) уменьшение, сокращение Plut.2) боязнь, колебание NT.3) грам. опущение буквы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποστολῇ — ὑποστολή fasting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστολή — fasting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστολή — η / ὑποστολή, ΝΜΑ [ὑποστέλλω] νεοελλ. 1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή τής σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων») 2. περιορισμός, ελάττωση, μείωση («υποστολή αξιώσεων») αρχ. 1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία 2. προσποίηση,… … Dictionary of Greek
υποστολή — η 1. το κατέβασμα, το μάζεμα: Υποστολή της σημαίας. 2. μτφ., ελάττωση, μείωση, περιορισμός: Υποστολή αξιώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστολαί — ὑποστολή fasting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστολῆς — ὑποστολή fasting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστολήν — ὑποστολή fasting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nikos Kounenakis — Personal information Full name Nikos Kounenakis Νίκος Κουνενάκης Date of birth 3 February 1978 … Wikipedia
μαϊνάρισμα — το [μαϊνάρω] 1. κατέβασμα, καταβίβαση, υποστολή 2. κατευνασμός, καταπράυνση, καθησύχαση … Dictionary of Greek
σηματόσχοινο — το, Ν ναυτ. λεπτό σχοινί για το δέσιμο, την έπαρση και υποστολή σημάτων και σημαιών, κν. σαντζακόσχοινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + σχοινί. Η λ., στον λόγιο τ. σηματόσχοινον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
υποστέλλω — ὑποστέλλω ΝΜΑ [στέλλω] (ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω 2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω νεοελλ. (η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος αρχ. 1. συσφίγγω, κλείνω («τοῑς δακτύλοις… … Dictionary of Greek